- νιτρώδης
- -ες (Α νιτρώδης, -ῶδες) [νίτρον]αυτός που περιέχει νίτρο ή νιτρικό οξύ σε αφθονίανεοελλ.1. χαρακτηρισμός τών αλάτων και τών εστέρων τού νιτρώδους οξέος2. φρ. α) «νιτρώδεις ατμοί»χημ. αέριο μίγμα που αποτελείται από οξείδια τού αζώτου και σχηματίζεται κατά τη διαλυτοποίηση μετάλλων σε νιτρικό οξύ, κατά την παρασκευή τών χρωμάτων ανιλίνης, και είναι πολύ δηλητηριώδεςβ) «νιτρώδες οξύ» — ασταθής ανόργανη χημική ένωση που παράγεται κατά τη διαλυτοποίηση τού τριοξειδίου τού αζώτου σε νερό.
Dictionary of Greek. 2013.